ῥαντήριος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ῥαντήριος < ῥανίς ή ῥαίνω

Επίθετο

ῥαντήριος, α, ον

  1. ραντισμένος, ποτισμένος με αίμα
    πέδον ῥαντήριον (αιματοβαμμένο έδαφος)
  2. εκείνος που μπορεί να ραντιστεί
  3. ο σχετικός με το ράντισμα
  4. το περιρραντήριον, ειδικό ραντιστήρι για εξαγνιστικό νερό, μικρό ποτιστήρι, αλλά και εκείνο που μπορει να ραντιστεί

Συγγενικά

  • ῥαντίζω (μεταγενέστερο)
  • περιρραντήριον
  • πεδορραντήριον (λέξη που κάποιοι θεωρούν ότι υπάρχει, μη θεωρώντας κεχωριμένες τις λεξεις στη φράση "πέδον ῥαντήριον"

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.