ῥαντήριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ῥαντήριος, α, ον
- ραντισμένος, ποτισμένος με αίμα
- πέδον ῥαντήριον (αιματοβαμμένο έδαφος)
- εκείνος που μπορεί να ραντιστεί
- ο σχετικός με το ράντισμα
- το περιρραντήριον, ειδικό ραντιστήρι για εξαγνιστικό νερό, μικρό ποτιστήρι, αλλά και εκείνο που μπορει να ραντιστεί
Συγγενικά
- ῥαντίζω (μεταγενέστερο)
- περιρραντήριον
- πεδορραντήριον (λέξη που κάποιοι θεωρούν ότι υπάρχει, μη θεωρώντας κεχωριμένες τις λεξεις στη φράση "πέδον ῥαντήριον"
Πηγές
- ῥαντήριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥαντήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.