ῥίψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ῥίψ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ῥίψ, ῥῑπός θηλυκό (μεταγενέστερα και αρσενικού γένους)
- πλέγμα από καλάμια ή βούρλα, ψάθα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 256 (256-257)
- φράξε δέ μιν ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυΐνῃσι | κύματος εἶλαρ ἔμεν· πολλὴν δ᾽ ἐπεχεύατο ὕλην.
- Ύστερα [τη σχεδία] περίφραξε, στο κύμα για ν᾽ αντέχει, | με κλωνάρια ιτιάς, ρίχνοντας από πάνω φύλλα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ύστερα [τη σχεδία] περίφραξε, από τη μία άκρη ως την άλλη με πλέγμα φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, φράγμα εναντίον των κυμάτων, και έριξε από πάνω φύλλα.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Ύστερα [τη σχεδία] περίφραξε, στο κύμα για ν᾽ αντέχει, | με κλωνάρια ιτιάς, ρίχνοντας από πάνω φύλλα.
- φράξε δέ μιν ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυΐνῃσι | κύματος εἶλαρ ἔμεν· πολλὴν δ᾽ ἐπεχεύατο ὕλην.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 71.4
- καὶ ἔπειτα, ἐπεὰν θέωσι τὸν νέκυν ἐν τῇσι θήκῃσι ἐπὶ στιβάδος, παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῦ νεκροῦ ξύλα ὑπερτείνουσι καὶ ἔπειτα ῥιψὶ καταστεγάζουσι,
- Κατόπι βάζουν το νεκρό στον τάφο του, πάνω σε στρώμα από φύλλα· δίπλα από τον νεκρό, από τη μια μεριά κι από την άλλη, μπήγουν κοντάρια, πάνω απ᾽ αυτά τοποθετούν ξύλα κι έπειτα κάνουν μια στέγη από καλαμιές·
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καὶ ἔπειτα, ἐπεὰν θέωσι τὸν νέκυν ἐν τῇσι θήκῃσι ἐπὶ στιβάδος, παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῦ νεκροῦ ξύλα ὑπερτείνουσι καὶ ἔπειτα ῥιψὶ καταστεγάζουσι,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 699 (698-699)
- ὅτι γέρων ὢν καὶ σαπρὸς | κέρδους ἕκατι κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοι.
- Το τέλος του σιμώνει, | μα για λεφτά αρμενίζει και σε ψάθα.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ὅτι γέρων ὢν καὶ σαπρὸς | κέρδους ἕκατι κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀπόσπασμα, 397 @archive.org, Αποσπάσματα (Ευριπίδης)
- θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις.
- Αν θέλει ο Θεός, μπορείς και σε μια ψάθα επάνω να επιπλεύσεις.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 256 (256-257)
- ελληνιστική : ῥῖπος
Συνώνυμα
- λατινικά: crates
Πηγές
- ῥίψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥίψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.