ῥάμφος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥαμφεσ-
ονομαστική τὸ ῥάμφος τὰ ῥάμφη - ῥάμφε
      γενική τοῦ ῥάμφους - ῥάμφεος τῶν ῥαμφῶν - ῥαμφέων
      δοτική τῷ ῥάμφει - ῥάμφεῐ̈ τοῖς ῥάμφεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ῥάμφος τὰ ῥάμφη - ῥάμφεα
     κλητική ! ῥάμφος ῥάμφη - ῥάμφεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥάμφει - ῥάμφεε
γεν-δοτ τοῖν  ῥαμφοῖν - ῥαμφέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ῥάμφος < ρίζα ῥεμφ-, όπως και των ῥέμβω (κάμπτω), ῥόμβος, ῥαμψός (γαμψός) αλλά το συνδέουν και με το ῥέμω (αποπειρώμαι, μπορώ)

Ουσιαστικό

ῥάμφος

  • (ορνιθολογία) η καμπύλη μύτη των αρπακτικών πτηνών, το ράμφος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.