ὤνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὤνησῐς | αἱ | ὠνήσεις | ||||
| γενική | τῆς | ὠνήσεως | τῶν | ὠνήσεων | ||||
| δοτική | τῇ | ὠνήσει | ταῖς | ὠνήσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ὤνησῐν | τὰς | ὠνήσεις | ||||
| κλητική ὦ! | ὤνησῐ | ὠνήσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠνήσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὠνησέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ὤνησις < ὠνή, ὠνέω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; -σις
Πηγές
- ὤνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.