ὑψίζυγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ο, η ὑψίζυγος, το ὑψίζυγον
- χαρακτηρισμός του Δία, εκείνος που κάθεται υψηλά και κυβερνά τα πάντα
- ο κωπηλάτης που η θέση του στο πλοίο ήταν στην πάνω σειρά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.