ὑποδιδάσκαλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑποδιδάσκαλος οἱ ὑποδιδάσκαλοι
      γενική τοῦ ὑποδιδασκάλου τῶν ὑποδιδασκάλων
      δοτική τῷ ὑποδιδασκάλ τοῖς ὑποδιδασκάλοις
    αιτιατική τὸν ὑποδιδάσκαλον τοὺς ὑποδιδασκάλους
     κλητική ! ὑποδιδάσκαλε ὑποδιδάσκαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑποδιδασκάλω
γεν-δοτ τοῖν  ὑποδιδασκάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑποδιδάσκαλος < ὑπο- + διδάσκαλος

Ουσιαστικό

ὑποδιδάσκαλος αρσενικό

  • (εκπαίδευση, επάγγελμα) δάσκαλος κατώτερου βαθμού ο οποίος δίδασκε κυρίως τον χορό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.