στραβοκοιτάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
στραβοκοιτάζω
- κοιτάζω κάποιον με τόνο μομφής, δεν τον καλοβλέπω, δεν μου αρέσει κάτι που κάνει ή γενιά η προσωπικότητά του, τον εγκαλώ με το βλέμμα μου
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στραβοκοιτάζω | στραβοκοίταζα | θα στραβοκοιτάζω | να στραβοκοιτάζω | στραβοκοιτάζοντας | |
| β' ενικ. | στραβοκοιτάζεις | στραβοκοίταζες | θα στραβοκοιτάζεις | να στραβοκοιτάζεις | στραβοκοίταζε | |
| γ' ενικ. | στραβοκοιτάζει | στραβοκοίταζε | θα στραβοκοιτάζει | να στραβοκοιτάζει | ||
| α' πληθ. | στραβοκοιτάζουμε | στραβοκοιτάζαμε | θα στραβοκοιτάζουμε | να στραβοκοιτάζουμε | ||
| β' πληθ. | στραβοκοιτάζετε | στραβοκοιτάζατε | θα στραβοκοιτάζετε | να στραβοκοιτάζετε | στραβοκοιτάζετε | |
| γ' πληθ. | στραβοκοιτάζουν(ε) | στραβοκοίταζαν στραβοκοιτάζαν(ε) |
θα στραβοκοιτάζουν(ε) | να στραβοκοιτάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στραβοκοίταξα | θα στραβοκοιτάξω | να στραβοκοιτάξω | στραβοκοιτάξει | ||
| β' ενικ. | στραβοκοίταξες | θα στραβοκοιτάξεις | να στραβοκοιτάξεις | στραβοκοίταξε | ||
| γ' ενικ. | στραβοκοίταξε | θα στραβοκοιτάξει | να στραβοκοιτάξει | |||
| α' πληθ. | στραβοκοιτάξαμε | θα στραβοκοιτάξουμε | να στραβοκοιτάξουμε | |||
| β' πληθ. | στραβοκοιτάξατε | θα στραβοκοιτάξετε | να στραβοκοιτάξετε | στραβοκοιτάξτε | ||
| γ' πληθ. | στραβοκοίταξαν στραβοκοιτάξαν(ε) |
θα στραβοκοιτάξουν(ε) | να στραβοκοιτάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στραβοκοιτάξει | είχα στραβοκοιτάξει | θα έχω στραβοκοιτάξει | να έχω στραβοκοιτάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις στραβοκοιτάξει | είχες στραβοκοιτάξει | θα έχεις στραβοκοιτάξει | να έχεις στραβοκοιτάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει στραβοκοιτάξει | είχε στραβοκοιτάξει | θα έχει στραβοκοιτάξει | να έχει στραβοκοιτάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στραβοκοιτάξει | είχαμε στραβοκοιτάξει | θα έχουμε στραβοκοιτάξει | να έχουμε στραβοκοιτάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε στραβοκοιτάξει | είχατε στραβοκοιτάξει | θα έχετε στραβοκοιτάξει | να έχετε στραβοκοιτάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στραβοκοιτάξει | είχαν στραβοκοιτάξει | θα έχουν στραβοκοιτάξει | να έχουν στραβοκοιτάξει |
| |
Μεταφράσεις
στραβοκοιτάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.