ὄχεντρα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ὄχεντρα < ἔχεντρα[1] με τροπή [e] > [o] ίσως με την επίδραση των ὀχιά, ὄφις, συμφυρμός για την αρχαία ελληνική ἔχιδνα + -εντρα από το σκολόπεντρα[2]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: όχεντρα
- ἔχεντρα (πιθανός τύπος)
- ὄντρα
- ὀχέντρα
Συγγενικά
- Ὀχέντρες (τύπος πληθυντικού, τοπωνύμιο)
Αναφορές
- «όχεντρα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- όχεντρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- ὄχεντρα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.