ὄστρεον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὄστρεον τὰ ὄστρε
      γενική τοῦ ὀστρέου τῶν ὀστρέων
      δοτική τῷ ὀστρέ τοῖς ὀστρέοις
    αιτιατική τὸ ὄστρεον τὰ ὄστρε
     κλητική ! ὄστρεον ὄστρε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀστρέω
γεν-δοτ τοῖν  ὀστρέοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὄστρεον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ὄστρεον ουδέτερο

  1. (ζωολογία) το στρείδι
  2. πορφυρή χρωστική ουσία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.