ὄγδοος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὄγδοος | ἡ | ὀγδόη | τὸ | ὄγδοον |
| γενική | τοῦ | ὀγδόου | τῆς | ὀγδόης | τοῦ | ὀγδόου |
| δοτική | τῷ | ὀγδόῳ | τῇ | ὀγδόῃ | τῷ | ὀγδόῳ |
| αιτιατική | τὸν | ὄγδοον | τὴν | ὀγδόην | τὸ | ὄγδοον |
| κλητική ὦ! | ὄγδοε | ὀγδόη | ὄγδοον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ὄγδοοι | αἱ | ὄγδοαι | τὰ | ὄγδοᾰ |
| γενική | τῶν | ὀγδόων | τῶν | ὀγδόων | τῶν | ὀγδόων |
| δοτική | τοῖς | ὀγδόοις | ταῖς | ὀγδόαις | τοῖς | ὀγδόοις |
| αιτιατική | τοὺς | ὀγδόους | τὰς | ὀγδόᾱς | τὰ | ὄγδοᾰ |
| κλητική ὦ! | ὄγδοοι | ὄγδοαι | ὄγδοᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀγδόω | τὼ | ὀγδόᾱ | τὼ | ὀγδόω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀγδόοιν | τοῖν | ὀγδόαιν | τοῖν | ὀγδόοιν |
| Εξαίρεση: Αν και προηγείται φωνήεν ή δίφθογγος, η κατάληξη θηλυκού είναι -η. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ὄγδοος > → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ὄγδοος, -η, -ον αντί του αναμενόμενου θηλυκού -α μετά από φωνήεν
- (τακτικό αριθμητικό) όγδοος
Συγγενικά
- Λέξεις θέμα ὀγδ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
→ και δείτε τη λέξη ὀκτώ
Πηγές
- ὄγδοος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄγδοος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.