ὄγδοος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὄγδοος ὀγδόη τὸ ὄγδοον
      γενική τοῦ ὀγδόου τῆς ὀγδόης τοῦ ὀγδόου
      δοτική τῷ ὀγδό τῇ ὀγδό τῷ ὀγδό
    αιτιατική τὸν ὄγδοον τὴν ὀγδόην τὸ ὄγδοον
     κλητική ! ὄγδοε ὀγδόη ὄγδοον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὄγδοοι αἱ ὄγδοαι τὰ ὄγδο
      γενική τῶν ὀγδόων τῶν ὀγδόων τῶν ὀγδόων
      δοτική τοῖς ὀγδόοις ταῖς ὀγδόαις τοῖς ὀγδόοις
    αιτιατική τοὺς ὀγδόους τὰς ὀγδόᾱς τὰ ὄγδο
     κλητική ! ὄγδοοι ὄγδοαι ὄγδο
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀγδόω τὼ ὀγδό τὼ ὀγδόω
      γεν-δοτ τοῖν ὀγδόοιν τοῖν ὀγδόαιν τοῖν ὀγδόοιν
Εξαίρεση: Αν και προηγείται φωνήεν ή δίφθογγος, η κατάληξη θηλυκού είναι -η.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ὄγδοος > λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ὄγδοος, -η, -ον αντί του αναμενόμενου θηλυκού -α μετά από φωνήεν

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ὀκτώ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.