ὀχεία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀχεί αἱ ὀχεῖαι
      γενική τῆς ὀχείᾱς τῶν ὀχειῶν
      δοτική τῇ ὀχεί ταῖς ὀχείαις
    αιτιατική τὴν ὀχείᾱν τὰς ὀχείᾱς
     κλητική ! ὀχεί ὀχεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀχεί
γεν-δοτ τοῖν  ὀχείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀχεία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ὀχεία θηλυκό

  1. (για αρσενικό ζώο) (βιολογία) συνουσία ή γονιμοποίηση
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 5, 7 @scaife.perseus
    Τὰ δὲ μαλακόστρακα ὀχεύεται, οἷον κάραβοι καὶ ἀστακοὶ καὶ καρίδες καὶ τὰ τοιαῦτα, ὥσπερ καὶ τὰ ὀπισθουρητικὰ τῶν τετραπόδων, ὅταν ὁ μὲν ὑπτίαν ὁ δ’ ἐπὶ ταύτης ποιήσῃ τὴν κέρκον. Ὀχεύεται δὲ τοῦ ἔαρος ἀρχομένου πρὸς τῇ γῇ (ἤδη γὰρ ὦπται ἡ ὀχεία πάντων τῶν τοιούτων), ἐνιαχοῦ δὲ καὶ ὅταν τὰ σῦκα ἄρχηται πεπαίνεσθαι.
    ΣτΕΑριστοτέλης αναφέρεται στην αναπαραγωγική διαδικασία των μαλακόστρακων.
  2. (για φυτά) γονιμοποίηση

Συγγενικά

  • ἐποχεύω
  • κατοχεύω
  • ὀχεύω
  • ὀχεῖον
  • ὀχεῖος
  • ὄχευμα
  • ὄχευσις
  • ὀχευτής
  • ὀχευτικός
  • ὀχεύτρια
  • προοχεύω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.