ὀγκηθμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὀγκηθμός | οἱ | ὀγκηθμοί |
| γενική | τοῦ | ὀγκηθμοῦ | τῶν | ὀγκηθμῶν |
| δοτική | τῷ | ὀγκηθμῷ | τοῖς | ὀγκηθμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | ὀγκηθμόν | τοὺς | ὀγκηθμούς |
| κλητική ὦ! | ὀγκηθμέ | ὀγκηθμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀγκηθμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀγκηθμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.