ἱερατικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἱερατικός < ἱερατεία
Επίθετο
ἱερατικός, -η, -όν
- ο αναφερόμενος σε ἱερατεῖον
- αυτός που κατέχει ιερό αξίωμα
Σύνθετα
- ἀρχιερατικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.