ἡμιστρατιώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἡμιστρατιώτης | οἱ | ἡμιστρατιῶται | ||||
| γενική | τοῦ | ἡμιστρατιώτου | τῶν | ἡμιστρατιωτῶν | ||||
| δοτική | τῷ | ἡμιστρατιώτῃ | τοῖς | ἡμιστρατιώταις | ||||
| αιτιατική | τὸν | ἡμιστρατιώτην | τοὺς | ἡμιστρατιώτᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | ἡμιστρατιῶτᾰ | ἡμιστρατιῶται | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡμιστρατιώτᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡμιστρατιώταιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἡμιστρατιώτης < ἡμι- + στρατιώτης
Ουσιαστικό
ἡμιστρατιώτης αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (στρατιωτικός όρος) που είναι κατά το ήμισυ στρατιώτης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στρατιώτης
Πηγές
- ἡμιστρατιώτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡμιστρατιώτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.