ἡμίθεος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἡμίθεος | οἱ | ἡμίθεοι |
| γενική | τοῦ | ἡμιθέου | τῶν | ἡμιθέων |
| δοτική | τῷ | ἡμιθέῳ | τοῖς | ἡμιθέοις |
| αιτιατική | τὸν | ἡμίθεον | τοὺς | ἡμιθέους |
| κλητική ὦ! | ἡμίθεε | ἡμίθεοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡμιθέω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡμιθέοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- αιολικός τύπος : αἰμίθεος
- δωρικός τύπος : ἁμίθεος
Πηγές
- ἡμίθεος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡμίθεος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.