ἔπαρσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἔπαρσις < ἐπαίρω

Ουσιαστικό

ἔπαρσις θηλυκό

  1. πρήξιμο, φούσκωμα
  2. ανύψωση
  3. καταστροφή, ερήμωση
  4. (μεταφορικά) ερεθισμός
  5. (μεταφορικά) αλαζονεία

Συγγενικά

  • ἔπαρμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.