ἔπαρσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἔπαρσις < ἐπαίρω
Ουσιαστικό
ἔπαρσις θηλυκό
- πρήξιμο, φούσκωμα
- ανύψωση
- καταστροφή, ερήμωση
- (μεταφορικά) ερεθισμός
- (μεταφορικά) αλαζονεία
Συγγενικά
- ἔπαρμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.