ἦρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ἦρ ουδέτερο
- ιωνικός τύπος του ἔαρ
- ※ 7ος/6ος↑ αιώνας ⌘ Σαπφώ, Ύμνοι και Επιθαλάμια, Απόσπασμα 39
- Ἦρος ἄγγελος ἰμερόφωνος ἀήδων.
- ※ 7ος/6ος↑ αιώνας ⌘ Σαπφώ, Ύμνοι και Επιθαλάμια, Απόσπασμα 39
Πηγές
- ἦρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἦρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.