ἑκυρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἑκυρός | οἱ | ἑκυροί |
| γενική | τοῦ | ἑκυροῦ | τῶν | ἑκυρῶν |
| δοτική | τῷ | ἑκυρῷ | τοῖς | ἑκυροῖς |
| αιτιατική | τὸν | ἑκυρόν | τοὺς | ἑκυρούς |
| κλητική ὦ! | ἑκυρέ | ἑκυροί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑκυρώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑκυροῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἑκυρός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἑκυρός, -οῦ αρσενικό, επικός τύπος του πενθερός, (θηλυκό ἑκυρά & ἑκυρή)
- (οικογένεια) πεθερός, πατριός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
- 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 172
- «αἰδοῖός τέ μοί ἐσσι, φίλε ἑκυρέ, δεινός τε·
- «Σέβας και φόβον, ω γλυκέ, σου έχω, πενθερέ μου
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- «αἰδοῖός τέ μοί ἐσσι, φίλε ἑκυρέ, δεινός τε·
- 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 770
- ἑκυρὸς δὲ πατὴρ ὣς ἤπιος αἰεί
- ο πενθερός με αγάπα ωσάν πατέρας
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἑκυρὸς δὲ πατὴρ ὣς ἤπιος αἰεί
- 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 172
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
Συγγενικά
- ἑκυρεύς
- ἑκυρεύω
Πηγές
- ἑκυρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑκυρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.