ἑκυρός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑκυρός οἱ ἑκυροί
      γενική τοῦ ἑκυροῦ τῶν ἑκυρῶν
      δοτική τῷ ἑκυρ τοῖς ἑκυροῖς
    αιτιατική τὸν ἑκυρόν τοὺς ἑκυρούς
     κλητική ! ἑκυρέ ἑκυροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑκυρώ
γεν-δοτ τοῖν  ἑκυροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἑκυρός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἑκυρός, -οῦ αρσενικό, επικός τύπος του πενθερός, (θηλυκό ἑκυρά & ἑκυρή)

Συγγενικά

  • ἑκυρεύς
  • ἑκυρεύω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.