ἐπιτάττω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἐπιτάττω
<
ἐπί
+
τάττω
Ρήμα
ἐπιτάττω
αττικός τύπος
του
ἐπιτάσσω
τοποθετώ
πάνω σε (ή δίπλα σε ή πίσω από) κάτι ή κάποιον
θέτω
σε
εφεδρεία
ορίζω
επιτηρητή
ή αρχηγό
διατάζω
,
προστάζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.