ἐπικονίασις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ἐπικονίασις < (ελληνιστική κοινή) ἐπικονιῶ, ἐπικονιά(ω) + -σις < ἐπί + κονία < κόνις
- Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1890 από τον Κωνσταντίνο Μητσόπουλο [1]
Ουσιαστικό
ἐπικονίασις θηλυκό (καθαρεύουσα)
- (βοτανική) η επικονίαση
- η επίστρωση με κονίαμα, το ασβέστωμα
Αναφορές
- σελ. 396, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.