ἐπαναληπτικῶς
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἐπαναληπτικῶς < *ἐπαναληπτικός (επαναληπτικός) + -ῶς < αρχαία ελληνική ἐπαναλαμβάνω
Επίρρημα
ἐπαναληπτικῶς
- επαναληπτικώς, επαναληπτικά, κατ' επανάληψη (στον Ευστάθιο (12ος αιώνας), 624.46)
Πηγές
- ἐπαναληπτικῶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.