ἐπήβολος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐπήβολος τὸ ἐπήβολον οἱ, αἱ ἐπήβολοι τὰ ἐπήβολα
Γενική τοῦ, τῆς ἐπηβόλου τοῦ ἐπηβόλου τῶν ἐπηβόλων τῶν ἐπηβόλων
Δοτική τῷ, τῇ ἐπηβόλῳ τῷ ἐπηβόλῳ τοῖς, ταῖς ἐπηβόλοις τοῖς ἐπηβόλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐπήβολον τὸ ἐπήβολον τοὺς, τὰς ἐπηβόλους τὰ ἐπήβολα
Κλητική ἐπήβολε ἐπήβολον ἐπήβολοι ἐπήβολα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐπηβόλω
Γενική-Δοτική ἐπηβόλοιν

Ετυμολογία

ἐπήβολος < ἐπ- (ἐπί) + -βολος (< βάλλω). Το -η-, κατά τον νόμο της συνθετικής έκτασης (όπως και κατήκοος, ἐπημοιβός)[1]

Επίθετο

ἐπήβολος, -ος, -ον

  1. κάτοχος
  2. που είναι ικανός για κάτι, που έχει τη δεξιότητα
  3. ο κατάλληλος, αρμόδιος
  4. που μπορεί να πλησιάσει κάποιος, ο προσεγγίσιμος

Συγγενικά

  • ἁδρεπήβολος
  • δυσεπήβολος
  • ἐπηβολή
  • ἐπηβολία

 και δείτε τη λέξη ἐπιβάλλω

Σύνθετα

  • ἁδρεπήβολος
  • δυσεπήβολος
  • εὐεπήβολος

Πηγές

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.