ἐξοδιασμένος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἐξοδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐξοδιάζω

Μετοχή

ἐξοδιασμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Γεωργηλάς στις Πηγές Του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.