ἐθελόδουλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐθελόδουλος | τὸ ἐθελόδουλον | οἱ, αἱ ἐθελόδουλοι | τὰ ἐθελόδουλα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἐθελοδούλου | τοῦ ἐθελοδούλου | τῶν ἐθελοδούλων | τῶν ἐθελοδούλων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἐθελοδούλῳ | τῷ ἐθελοδούλῳ | τοῖς, ταῖς ἐθελοδούλοις | τοῖς ἐθελοδούλοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐθελόδουλον | τὸ ἐθελόδουλον | τοὺς, τὰς ἐθελοδούλους | τὰ ἐθελόδουλα |
| Κλητική | ἐθελόδουλε | ἐθελόδουλον | ἐθελόδουλοι | ἐθελόδουλα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐθελοδούλω | |||
| Γενική-Δοτική | ἐθελοδούλοιν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.