ἐγκαλλωπίζω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἐγκαλλωπίζω, τύπος ενεργητικής φωνής < ελληνιστική κοινή ἐγκαλλωπίζομαι < αρχαία ελληνική (ἐν) ἐγ- + κάλλος + ὤψ
Ρήμα
ἐγκαλλωπίζω
Ρηματικοί τύποι
- ἐγκαλλώπιζεν
- ἐγκαλλώπιζων
Πηγές
- ἐγκαλλωπίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.279, Τόμος 5οςΚριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.