ἐγκαλλωπίζω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἐγκαλλωπίζω, τύπος ενεργητικής φωνής < ελληνιστική κοινή ἐγκαλλωπίζομαι < αρχαία ελληνική (ἐν) ἐγ- + κάλλος + ὤψ

Ρήμα

ἐγκαλλωπίζω

  • ομορφαίνω, καλλωπίζω
      τὰ μάτια … ἐγκαλλώπιζεν ἐρωτικά ἡ κόρη ἡ Ροδάμνη
    Λίβιστρος και Ροδάμνη, (χφ Escorial 2421 Ψ-IV-22), J.A. Lambert, Le roman de Libistros …, Άμστερνταμ 1935

Συγγενικά

νέα ελληνικά

Ρηματικοί τύποι

  • ἐγκαλλώπιζεν
  • ἐγκαλλώπιζων

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.