ἐγκάτοικος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἐγκάτοικος < ελληνιστική κοινή ἐγκάτοικος
Πηγές
- ἐγκάτοικος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐγκάτοικος | τὸ | ἐγκάτοικον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐγκατοίκου | τοῦ | ἐγκατοίκου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐγκατοίκῳ | τῷ | ἐγκατοίκῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐγκάτοικον | τὸ | ἐγκάτοικον | ||
| κλητική ὦ! | ἐγκάτοικε | ἐγκάτοικον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐγκάτοικοι | τὰ | ἐγκάτοικᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐγκατοίκων | τῶν | ἐγκατοίκων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐγκατοίκοις | τοῖς | ἐγκατοίκοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐγκατοίκους | τὰ | ἐγκάτοικᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐγκάτοικοι | ἐγκάτοικᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐγκατοίκω | τὼ | ἐγκατοίκω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐγκατοίκοιν | τοῖν | ἐγκατοίκοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐγκάτοικος < ἐγκατοικ(έω) + -ος
Πηγές
- ἐγκάτοικος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.