Ἄθως

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
Ᾰθω-
ονομαστική Ἄθως
      γενική τοῦ Ἄθω
μεταγενέστρο: Ἄθωος
      δοτική τῷ Ἄθ
    αιτιατική τὸν Ἄθω
& Ἄθων
     κλητική ! Ἄθως
Η αιτιατική Ἄθων σε παλιότερους συγγραφίες.
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'κάλως' όπως «κάλως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἄθως < Κατά τον Μπαμπινιώτη,[1] άμεσο δάνειο από την προελληνική , μη ινδοευρωπαϊκό, άγνωστης ετυμολογίας
Κατά τον Κυρανούδη,[2] (άμεσο δάνειο) θρακική *Athōn / *Athōs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *αktō(n) < *akt

Κύριο όνομα

Ἄθως αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ένας από τους Γίγαντες, γιος του Ουρανού και της Γαίας. Κατά τη διάρκεια της Γιγαντομαχίας, ο Άθως άρπαξε ένα βράχο και το έριξε κατά των Θεών αλλά αυτός έπεσε στην άκρη της Χαλκιδικής και αποτέλεσε την ομώνυμη χερσόνησο, η κορυφή της οποίας έλαβε το όνομά του.
  2. η ανατολική χερσόνησος της Χαλκιδικής
      4ος πκε αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 3.132
    ὁ μὲν τῶν Περσῶν βασιλεύς, ὁ τὸν Ἄθω διορύξας, ὁ τὸν Ἑλλήσποντον ζεύξας, ὁ γῆν καὶ ὕδωρ τοὺς Ἕλληνας αἰτῶν
  3. το όρος του νοτίου τμήματος της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀπόσπασμα, 776
    Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός

  • Ἀθόως, γενική Ἀθόω (επικός τύπος)
  • Ἄθων, γενική Ἄθωνος (μεταγενέστρος τύπος)

Παράγωγα

  • Ἀθωεύς
  • Ἀθωϊάς

Αναφορές

  1. Άθως - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Παναγιώτης Κυρανούδης (μοναχός Κοσμάς Σιμωνοπετρίτης), «Τα τοπωνύμια της Χαλκιδικής ως πηγή για την περιβαλλοντική ιστορία της», Χρονικά της Χαλκιδικής, 58–59 (Θεσσαλονίκη 2013–2014) 36.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.