Ἀμφικαιεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀμφικαιεύς | οἱ | Ἀμφικαιεῖς - Ἀμφικαιῆς* | ||||
| γενική | τοῦ | Ἀμφικαιέως & Ἀμφικαιῶς |
τῶν | Ἀμφικαιέων & Ἀμφικαιῶν | ||||
| δοτική | τῷ | Ἀμφικαιεῖ | τοῖς | Ἀμφικαιεῦσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | Ἀμφικαιέᾱ & Ἀμφικαιᾶ |
τοὺς | Ἀμφικαιέᾱς & Ἀμφικαιᾶς | ||||
| κλητική ὦ! | Ἀμφικαιεῦ | Ἀμφικαιεῖς - Ἀμφικαιῆς* | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀμφικαιῆ1 ή Ἀμφικαιεῖ2 | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀμφικαιέοιν | ||||||
| Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Ἀμφικαιεύς < αρχαία ελληνική Ἀμφίκαια + -εύς
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ἀμφίκαια
Πηγές
- Ἀμφικαιεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.