Ἀμφικαιεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀμφικαιεύς οἱ Ἀμφικαιεῖς - Ἀμφικαιῆς*
      γενική τοῦ Ἀμφικαιέως
& Ἀμφικαιῶς
τῶν Ἀμφικαιέων
& Ἀμφικαιῶν
      δοτική τῷ Ἀμφικαιεῖ τοῖς Ἀμφικαιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀμφικαιέ
& Ἀμφικαι
τοὺς Ἀμφικαιέᾱς
& Ἀμφικαιᾶς
     κλητική ! Ἀμφικαιεῦ Ἀμφικαιεῖς - Ἀμφικαιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμφικαι1 ή Ἀμφικαιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμφικαιέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀμφικαιεύς < αρχαία ελληνική Ἀμφίκαια + -εύς

Ουσιαστικό

Ἀμφικαιεύς αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.