Ἀδριανούπολις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀδριανούπολῐς αἱ Ἀδριανουπόλεις
      γενική τῆς Ἀδριανουπόλεως τῶν Ἀδριανουπόλεων
      δοτική τῇ Ἀδριανουπόλει ταῖς Ἀδριανουπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἀδριανούπολῐν τὰς Ἀδριανουπόλεις
     κλητική ! Ἀδριανούπολῐ Ἀδριανουπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀδριανουπόλει
γεν-δοτ τοῖν  Ἀδριανουπολέοιν
Συνήθως στον ενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀδριανούπολις < (ελληνιστική κοινή) όνομα Ἀδριανός γενική ενικού Ἀδριανοῦ + -πολις

Κύριο όνομα

Ἀδριανούπολις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.