Ἀδριανούπολις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἀδριανούπολῐς | αἱ | Ἀδριανουπόλεις | ||||
| γενική | τῆς | Ἀδριανουπόλεως | τῶν | Ἀδριανουπόλεων | ||||
| δοτική | τῇ | Ἀδριανουπόλει | ταῖς | Ἀδριανουπόλεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | Ἀδριανούπολῐν | τὰς | Ἀδριανουπόλεις | ||||
| κλητική ὦ! | Ἀδριανούπολῐ | Ἀδριανουπόλεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀδριανουπόλει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀδριανουπολέοιν | ||||||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Ἀδριανούπολις < (ελληνιστική κοινή) όνομα Ἀδριανός γενική ενικού Ἀδριανοῦ + -πολις
Κύριο όνομα
Ἀδριανούπολις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) ονομασία πόλεων προς τιμήν του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού
- ↪ γνωστή, η σύγχρονη Αδριανούπολη στην Τουρκία
Πηγές
- Ἀδριανούπολις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.