ἄφαρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄφαρ < αβέβαιο κατά πόσον προέρχεται από το ἄφνω

Επίρρημα

ἄφαρ

  1. ξαφνικά, γρήγορα, αμέσως
  2. έπειτα, μετά απ' αυτό
  3. πολύ
  4. (ως επίθετο) γρήγορος, βιαστικός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.