ἄνυδρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄνυδρος | τὸ ἄνυδρον | οἱ, αἱ ἄνυδροι | τὰ ἄνυδρα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀνύδρου | τοῦ ἀνύδρου | τῶν ἀνύδρων | τῶν ἀνύδρων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀνύδρῳ | τῷ ἀνύδρῳ | τοῖς, ταῖς ἀνύδροις | τοῖς ἀνύδροις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄνυδρον | τὸ ἄνυδρον | τοὺς, τὰς ἀνύδρους | τὰ ἄνυδρα |
| Κλητική | ἄνυδρε | ἄνυδρον | ἄνυδροι | ἄνυδρα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀνύδρω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀνύδροιν | |||
Επίθετο
ἄνυδρος, -ος, -ον
- άνυδρος
- που δεν έχει πόσιμο νερό (από πηγές)
- (για νεκρό) που δεν έλαβε τις πρέπουσες ταφικές τιμές
- (φυτό) ((ελληνιστική κοινή)) (ουσιαστικοποιημένο) ἄνυδρον: το φυτό στρύχνον μανικόν
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ὕδωρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.