ἄμβων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄμβων οἱ ἄμβωνες
      γενική τοῦ ἄμβωνος τῶν ἀμβώνων
      δοτική τῷ ἄμβων τοῖς ἄμβωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἄμβων τοὺς ἄμβωνᾰς
     κλητική ! ἄμβων ἄμβωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄμβωνε
γεν-δοτ τοῖν  ἀμβώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄμβων < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἄμβων

  1. (γεωγραφία) ράχη βουνού
  2. εξόγκωμα
  3. (ελληνιστική σημασία , θρησκεία) άμβωνας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.