ἁμαξίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἁμαξίδιον | τὰ | ἁμαξίδιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | ἁμαξιδίου | τῶν | ἁμαξιδίων | ||||
| δοτική | τῷ | ἁμαξιδίῳ | τοῖς | ἁμαξιδίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | ἁμαξίδιον | τὰ | ἁμαξίδιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | ἁμαξίδιον | ἁμαξίδιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁμαξιδίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἁμαξιδίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- ἁμαξίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.