ἀψίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀψίς αἱ ἀψῖδες
      γενική τῆς ἀψῖδος τῶν ἀψίδων
      δοτική τῇ ἀψῖδ ταῖς ἀψῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀψῖδ τὰς ἀψῖδᾰς
     κλητική ! ἀψίς* ἀψῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀψῖδε
γεν-δοτ τοῖν  ἀψίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ἀψίς, -ῖδος θηλυκό

  • ιωνικός και επικός τύπος του ἁψίς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.