ἀψίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀψίς | αἱ | ἀψῖδες |
| γενική | τῆς | ἀψῖδος | τῶν | ἀψίδων |
| δοτική | τῇ | ἀψῖδῐ | ταῖς | ἀψῖσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἀψῖδᾰ | τὰς | ἀψῖδᾰς |
| κλητική ὦ! | ἀψίς* | ἀψῖδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀψῖδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀψίδοιν | ||
| Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ἀψίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.