ἀτλητέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀτλητέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἀτλητέω - ἀτλητῶ (συνηρημένο)
- δεν μπορώ να υποφέρω κάτι
- είμαι ανυπόμονος
- δεν αντέχω κάτι
- → δείτε παράθεμα στο ἀτλητῶν
- δωρικός τύπος : ἀτλᾱτέω
Παράγωγα
- ἄτλητος
- ἀτλήτως
- ἀτληπαθής
Πηγές
- ἀτλητέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀτλητέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.