ἀσυνεσία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀσυνεσί αἱ ἀσυνεσίαι
      γενική τῆς ἀσυνεσίᾱς τῶν ἀσυνεσιῶν
      δοτική τῇ ἀσυνεσί ταῖς ἀσυνεσίαις
    αιτιατική τὴν ἀσυνεσίᾱν τὰς ἀσυνεσίᾱς
     κλητική ! ἀσυνεσί ἀσυνεσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀσυνεσί
γεν-δοτ τοῖν  ἀσυνεσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀσυνεσία < ἀσύνετος + -ία

Ουσιαστικό

ἀσυνεσία θηλυκό

  • αττικός τύπος: ἀξυνεσία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.