ἀρετά

Αρχαία ελληνικά (grc)

δωρική κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρετᾱ́ ταὶ ἀρεταί
      γενική τᾶς ἀρετᾶς τᾶν ἀρετᾶν
      δοτική τᾷ ἀρετ ταῖς ἀρεταῖς
& ἀρεταῖσι(ν)στον Πίνδαρο
    αιτιατική τὰν ἀρετᾱ́ν τὰς ἀρετᾱ́ς
     κλητική ! ἀρετᾱ́ ἀρεταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὰ  ἀρετᾱ́
γεν-δοτ ταῖν  ἀρεταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ἀρετά' όπως «ἀρετά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ἀρετά, -ᾶς θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.