ἄθυρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ἄθυρος
- που δεν έχει πόρτα
- (μεταφορικά) που δεν εμποδίζεται, που είναι ασυγκράτητος, χωρίς όρια
Παράγωγα
- ἀθυροστομία
- ἀθυρόστομος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.