ἀπότιστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀπότιστος | τὸ ἀπότιστον | οἱ, αἱ ἀπότιστοι | τὰ ἀπότιστα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀποτίστου | τοῦ ἀποτίστου | τῶν ἀποτίστων | τῶν ἀποτίστων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀποτίστῳ | τῷ ἀποτίστῳ | τοῖς, ταῖς ἀποτίστοις | τοῖς ἀποτίστοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀπότιστον | τὸ ἀπότιστον | τοὺς, τὰς ἀποτίστους | τὰ ἀπότιστα |
| Κλητική | ἀπότιστε | ἀπότιστον | ἀπότιστοι | ἀπότιστα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀποτίστω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀποτίστοιν | |||
Ετυμολογία
- ἀπότιστος < ἀ- + αρχαία ελληνική ποτίζω < πότος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.