ἀπωθέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀπωθέω < ἀπό + ὠθέω

Ρήμα

ἀπωθέω - ἀπωθῶ (συνηρημένο)

  1. απωθώ, απομακρύνω, διώχνω
  2. απορρίπτω
    τὸ δὲ ἀργύριον μέγαθος ἐστὶ ὅσον ὦν: οὐ γὰρ μὴ ἀπώσηται (δεν έχει καμία σημασία το μέγεθος της αμοιβής, γιατί <η γυναίκα> έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να την απορρίψει Ηροδ. Ιστ. 1.199)
  3. απαλλάσσομαι, αποτινάσσω
    καὶ ἀπωσάμενοι τὴν δουλοσύνην ἐλευθερώθησαν. (και αποτινάσσοντας το ζυγό της δουλείας, ελευθερώθηκαν) (Ηροδ. Ιστ.1.95)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.