ἀποχωρητήριον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀποχωρητήριον τὰ ἀποχωρητήρια
      γενική τοῦ ἀποχωρητηρίου τῶν ἀποχωρητηρίων
      δοτική τῷ ἀποχωρητηρί τοῖς ἀποχωρητηρίοις
    αιτιατική τὸ ἀποχωρητήριον τὰ ἀποχωρητήρια
     κλητική ! ἀποχωρητήριον ἀποχωρητήρια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀποχωρητήριον <  δείτε τη λέξη αποχωρητήριο

Ουσιαστικό

ἀποχωρητήριον ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.