ἀπογράφω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀπογράφω < ἀπο- + ράφω

Ρήμα

ἀπογράφω

  1. καταγράφω
  2. αντιγράφω
  3. εγγράφω σε κατάλογο, καταχωρίζω
  4. (νομικός όρος) παραδίδω αντίγραφο κατηγορίας
  5. (νομικός όρος) καταγράφω την περιουσία κάποιου

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Κλίση

  • Μεσοπαθητικοί τύποι λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.