ἀνώτερος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀνώτερος ἀνωτέρ τὸ ἀνώτερον
      γενική τοῦ ἀνωτέρου τῆς ἀνωτέρᾱς τοῦ ἀνωτέρου
      δοτική τῷ ἀνωτέρ τῇ ἀνωτέρ τῷ ἀνωτέρ
    αιτιατική τὸν ἀνώτερον τὴν ἀνωτέρᾱν τὸ ἀνώτερον
     κλητική ! ἀνώτερε ἀνωτέρ ἀνώτερον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀνώτεροι αἱ ἀνώτεραι τὰ ἀνώτερ
      γενική τῶν ἀνωτέρων τῶν ἀνωτέρων τῶν ἀνωτέρων
      δοτική τοῖς ἀνωτέροις ταῖς ἀνωτέραις τοῖς ἀνωτέροις
    αιτιατική τοὺς ἀνωτέρους τὰς ἀνωτέρᾱς τὰ ἀνώτερ
     κλητική ! ἀνώτεροι ἀνώτεραι ἀνώτερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνωτέρω τὼ ἀνωτέρ τὼ ἀνωτέρω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνωτέροιν τοῖν ἀνωτέραιν τοῖν ἀνωτέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀνώτερος < ἄνω + -τερος

Επίθετο

ἀνώτερος, -α, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.