ἀνώτερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀνώτερος | ἡ | ἀνωτέρᾱ | τὸ | ἀνώτερον |
| γενική | τοῦ | ἀνωτέρου | τῆς | ἀνωτέρᾱς | τοῦ | ἀνωτέρου |
| δοτική | τῷ | ἀνωτέρῳ | τῇ | ἀνωτέρᾳ | τῷ | ἀνωτέρῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἀνώτερον | τὴν | ἀνωτέρᾱν | τὸ | ἀνώτερον |
| κλητική ὦ! | ἀνώτερε | ἀνωτέρᾱ | ἀνώτερον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀνώτεροι | αἱ | ἀνώτεραι | τὰ | ἀνώτερᾰ |
| γενική | τῶν | ἀνωτέρων | τῶν | ἀνωτέρων | τῶν | ἀνωτέρων |
| δοτική | τοῖς | ἀνωτέροις | ταῖς | ἀνωτέραις | τοῖς | ἀνωτέροις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀνωτέρους | τὰς | ἀνωτέρᾱς | τὰ | ἀνώτερᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀνώτεροι | ἀνώτεραι | ἀνώτερᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνωτέρω | τὼ | ἀνωτέρᾱ | τὼ | ἀνωτέρω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνωτέροιν | τοῖν | ἀνωτέραιν | τοῖν | ἀνωτέροιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀνώτερος < ἄνω + -τερος
Πηγές
- ἀνώτερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνώτερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.