ἀνταγωνιστής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνταγωνιστής οἱ ἀνταγωνισταί
      γενική τοῦ ἀνταγωνιστοῦ τῶν ἀνταγωνιστῶν
      δοτική τῷ ἀνταγωνιστ τοῖς ἀνταγωνισταῖς
    αιτιατική τὸν ἀνταγωνιστήν τοὺς ἀνταγωνιστᾱ́ς
     κλητική ! ἀνταγωνιστᾰ́ ἀνταγωνισταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνταγωνιστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀνταγωνισταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ἀνταγωνιστής αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.