ἀναισχυντέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀναισχυντέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ἀναισχυντέω / ἀναισχυντῶ

  1. είμαι αναίσχυντος, συμπεριφέρομαι ξεδιάντροπα, απρεπώς
  2. είμαι αναιδής, αυθάδης
      5ος/4ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι, 707-708
    τί ἂν οὖν εἴποι πρὸς ταῦτά τις, ὅτε | τοιαῦτα ποιῶν ὅδ᾽ ἀναισχυντεῖ;

Συνώνυμα

Παράγωγα

  • ἀναισχύντημα
  • ἀναισχυντί
  • ἀναισχυντία
  • ἀναίσχυντος
  • ἀναισχύντως

 και δείτε τις λέξεις αἰσχύνω και αἶσχος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.