ξεδιάντροπα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ξεδιάντροπα
<
ξεδιάντροπος
Επίρρημα
ξεδιάντροπα
κατά τρόπο
ξεδιάντροπο
, χωρίς
ντροπή
Μεταφράσεις
ξεδιάντροπα
γαλλικά
:
effrontément
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ξεδιάντροπα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ξεδιάντροπο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.