ἀνάληψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀνάληψις < ἀνά- + λαμβάνω
Ουσιαστικό
ἀνάληψις θηλυκό
- το ανέβασμα με τη χρήση ταινίας ή επιδέσμου
- η ανάκτηση των δυνάμεων
- η επανόρθωση σφάλματος
- (θρησκεία) η άνοδος στον ουρανό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.