ἀμφιλύκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀμφιλύκη | ||
| γενική | τῆς | ἀμφιλύκης | ||
| δοτική | τῇ | ἀμφιλύκῃ | ||
| αιτιατική | τὴν | ἀμφιλύκην | ||
| κλητική ὦ! | ἀμφιλύκη | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Δεν μαρτυρείται ο πληθυντικός. *λύκη [ῠ] | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἀμφιλύκη θηλυκό
- αμφιλύκη, γλυκοχάραμα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 7 (Η. Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.), στίχ. 433 (στίχοι 433-437) Ἦμος δ' οὔτ' ἄρ πω ἠώς, ἔτι δ' ἀμφιλύκη νύξ, / τῆμος ἄρ' ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν, / τύμβον δ' ἀμφ' αὐτὴν ἕνα ποίεον ἐξαγαγόντες / ἄκριτον ἐκ πεδίου, ποτὶ δ' αὐτὸν τεῖχος ἔδειμαν / πύργους θ' ὑψηλούς, εἶλαρ νηῶν τε καὶ αὐτῶν.
- Ακόμη δεν γλυκόφεγγε και στην πυράν τριγύρω / εκλεκτό μέρος Αχαιών σηκώθη από τον ύπνον / και ολόγυρά της πάγκοινον σηκώσα τάφον έναν / απ᾽ το πεδίον κι έκτισαν σιμά του τείχος μέγα / με υψηλούς πύργους, φύλαξιν δι᾽ αυτούς και τα καράβια·
- Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς, greek-language.gr
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 7 (Η. Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.), στίχ. 433 (στίχοι 433-437) Ἦμος δ' οὔτ' ἄρ πω ἠώς, ἔτι δ' ἀμφιλύκη νύξ, / τῆμος ἄρ' ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν, / τύμβον δ' ἀμφ' αὐτὴν ἕνα ποίεον ἐξαγαγόντες / ἄκριτον ἐκ πεδίου, ποτὶ δ' αὐτὸν τεῖχος ἔδειμαν / πύργους θ' ὑψηλούς, εἶλαρ νηῶν τε καὶ αὐτῶν.
Πηγές
- ἀμφιλύκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφιλύκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.