αμφιλύκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η αμφιλύκη
      γενική της αμφιλύκης
    αιτιατική την αμφιλύκη
     κλητική αμφιλύκη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμφιλύκη < αρχαία ελληνική ἀμφιλύκη < ἀμφί + *λύκη [1]

Ουσιαστικό

αμφιλύκη θηλυκό (λόγιο)

  1. το θαμπό φως την ώρα που ξημερώνει
     συνώνυμα: γλυκοχάραμα, λυκαυγές
  2. το θαμπό φως την ώρα που νυχτώνει
      Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει καὶ ἦτο ἀμφιλύκη φθινοπώρου μελαγχολική. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αμαρτίας φάντασμα)
     συνώνυμα: λυκόφως, μούχρωμα, σούρουπο, σύθαμπο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αμφιλύκη -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.