ἀμπυκτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀμπυκτήρ | οἱ | ἀμπυκτῆρες |
| γενική | τοῦ | ἀμπυκτῆρος | τῶν | ἀμπυκτήρων |
| δοτική | τῷ | ἀμπυκτῆρῐ | τοῖς | ἀμπυκτῆρσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | ἀμπυκτῆρᾰ | τοὺς | ἀμπυκτῆρᾰς |
| κλητική ὦ! | ἀμπυκτήρ | ἀμπυκτῆρες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμπυκτῆρε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμπυκτήροιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀμπυκτήρ < ἄμπυξ
Ουσιαστικό
ἀμπυκτήρ, -ῆρος αρσενικό
- γκέμια, χαλινάρι των αλόγων
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 461 (461-462)
- ἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας | δινεῖ, θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναι.
- Και γύρο φέρνει τ᾽ άτια του, που φρουμανίζουν | στα γκέμια θέλοντας νά ειχαν ριχτεί στις πόρτες
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας | δινεῖ, θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναι.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 461 (461-462)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἄμπυξ
Πηγές
- ἀμπυκτήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμπυκτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.