ἀμπυκτήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμπυκτήρ οἱ ἀμπυκτῆρες
      γενική τοῦ ἀμπυκτῆρος τῶν ἀμπυκτήρων
      δοτική τῷ ἀμπυκτῆρ τοῖς ἀμπυκτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀμπυκτῆρ τοὺς ἀμπυκτῆρᾰς
     κλητική ! ἀμπυκτήρ ἀμπυκτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμπυκτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  ἀμπυκτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀμπυκτήρ < ἄμπυξ

Ουσιαστικό

ἀμπυκτήρ, -ῆρος αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.